Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επωφελία — ἐπωφελία, ἡ (Α) η επωφέλεια … Dictionary of Greek
ἐπωφελίης — ἐπωφελία fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)